Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπώστη — και ὑπόστη, ἡ, Α 1. τύμβος 2. οστεοθήκη κάτω από βωμό ή ανδριάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὑπώστη / ὑπόστη, όπως και ο τ. εἰσώστη, είναι τ. αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεσή της με τη λ. ὀστοῦν παραμένει ανεπιβεβαίωτη] … Dictionary of Greek
υπόστη — ἡ, Α βλ. ὑπώστη … Dictionary of Greek