ὑπώστη

ὑπώστη
ὑπώστη, ,
A = εἰσώστη, CIG2667 (Halic.), Newton Halicarn. iip.710; also written ὑπόστη (q.v.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υπώστη — και ὑπόστη, ἡ, Α 1. τύμβος 2. οστεοθήκη κάτω από βωμό ή ανδριάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὑπώστη / ὑπόστη, όπως και ο τ. εἰσώστη, είναι τ. αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεσή της με τη λ. ὀστοῦν παραμένει ανεπιβεβαίωτη] …   Dictionary of Greek

  • υπόστη — ἡ, Α βλ. ὑπώστη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”